- κοινολογια
- κοινολογίακοινο-λογίαἥ совместное обсуждение, совещание, беседа Polyb., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινολογία — κοινολογίᾱ , κοινολογία consultation fem nom/voc/acc dual κοινολογίᾱ , κοινολογία consultation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολογίᾳ — κοινολογίαι , κοινολογία consultation fem nom/voc pl κοινολογίᾱͅ , κοινολογία consultation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» … Dictionary of Greek
κοινολογίας — κοινολογίᾱς , κοινολογία consultation fem acc pl κοινολογίᾱς , κοινολογία consultation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολογίαι — κοινολογία consultation fem nom/voc pl κοινολογίᾱͅ , κοινολογία consultation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολογίαν — κοινολογίᾱν , κοινολογία consultation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολογίαις — κοινολογία consultation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολογίης — κοινολογία consultation fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ԽՕՍԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0996 Chronological Sequence: 6c, 10c, 12c գ. ἕντευξις, κοινολογία, οἰ λόγοι colloquium, collocutio. Խօսակիցն լինել. խօսք ընդ ումեք կամ ընդ իրեարս. զրոյցք. ... *Ի քաղաքս կաճառաւ միաբանին ʼի խօսակցութիւն բանաւոր մարդկան. Պիտ.: *Ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)